ὀδυρομένα

ὀδυρομένα
ὀδῡρομένᾱ , ὀδύρομαι
lament
pres part mp fem nom/voc/acc dual
ὀδῡρομένᾱ , ὀδύρομαι
lament
pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀδυρόμενα — ὀδῡρόμενα , ὀδύρομαι lament pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστός — ή, ό / πλαστός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί 2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”